- πατρῷοι
- πατρῷοςofmasc nom/voc plπατρῷοςofmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατρωοί — πατρωός stepfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῶιοι — πατρῷοι , πατρῷος of masc nom/voc pl πατρῷοι , πατρῷος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Домашние боги — (dii domestici, familiares, patrii, πατρωοι, γενέθλιοι) боги покровители семейного очага. Эмблемой Д. богов был священный огонь, который постоянно поддерживался на алтаре в доме каждого грека или римлянина; жрецом их был глава семьи; вступить в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Penátes — PENÁTES, ium. 1 §. Namen. Diesen haben sie nach einigen von penitus, eo, quod penitus insideant, daher sie auch Dii penetrales genannt werden, oder von Penu, sofern solches alles dasjenige bedeutet, wovon wir leben, Cicero de N.D. l. II. c. 27.… … Gründliches mythologisches Lexikon
MALACHBELUS — Solis apud Palmyrenos olim, ubi quoque cultus, nomen: quasi Rex Belus. Nam Belum Syri et Phoenices et multi alii in Oriente populi praecipuô cultu dignabantur, quem Saturnum et Solem esse volebant: et quidem, commune hoc cum esset omnium fere… … Hofmann J. Lexicon universale
Πενάτες — Οικιακές θεότητες των Ρωμαίων. Κάθε οικογένεια είχε τους δικούς της Π., τους οποίους κληρονομούσε μαζί με την πατρική περιουσία. Το όνομα Π. συνδέεται με τη λέξη penus (ή penetral), όρο που δήλωνε τα εσώτατα του σπιτιού και το μέρος όπου… … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… … Dictionary of Greek
μύχιος — α, ο (Α μύχιος, ία, ον, θηλ. και ος) [μυχός] αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.) αρχ. 1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος… … Dictionary of Greek
πατρώος — α, ο / πατρῷος, α, ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, η, ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και πατρούεος, ον, ΝΜΑ ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek